- ἀρδηθμῷ
- ἀρδηθμόςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιθαιβώσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. βάζω στην άκρη, αποθησαυρίζω 2. (για μέλισσες) αποταμιεύω το μέλι 3. παρέχω τροφή, τρέφω 4. μτφ. καθιστώ κάτι καρποφόρο («γύας τιβαιβώσσουσι ἀρδηθμῷ», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχημ. σε ώσσω (πρβλ. ὑγρώσσω) με ενεστ.… … Dictionary of Greek